τεσσαρακονθήμερος

τεσσαρακονθήμερος
ος , ον 1. сорокадневный;
2. (τό ) сорок дней

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τεσσαρακονθήμερος" в других словарях:

  • τεσσαρακονθήμερος — after forty days masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρακονθήμερος — η, ο / τεσσαρακονθήμερος, ον, ΝΜΑ, και τεσσαρακονταήμερος και τεσσαρανθήμερος, ον, ΜΑ αυτός που έχει διάρκεια σαράντα ημερών ή αυτός που γίνεται με τη συμπλήρωση σαράντα ημερών (α. «τεσσαρακονθήμερη νηστεία» το σαρανταήμερο β. «τεσσαρακονθήμερον… …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακονθήμερον — τεσσαρακονθήμερος after forty days masc/fem acc sg τεσσαρακονθήμερος after forty days neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρακονθημέρου — τεσσαρακονθήμερος after forty days masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρακονθημέρους — τεσσαρακονθήμερος after forty days masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρακονθήμερα — τεσσαρακονθήμερος after forty days neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρακονθήμεροι — τεσσαρακονθήμερος after forty days masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρακονταήμερος — ον, ΜΑ (δ. γρφ.) βλ. τεσσαρακονθήμερος …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՌԱՍՆՕՐԵԱՅ — (թէի, ից.) NBH 2 0993 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 10c, 12c, 14c ա. τεσσαρακονθήμερος, τεσσαρακοντῖος եւն. Ունակ քառասուն աւուրց. որ ինչ հայի ʼի միջոց ՟Խ աւուրց. քառսուն աւուր կամ օրուան. ... *Տղայ քառասնօրեայ բառնի ʼի գիրկս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»